- λευκήρης
- λευκ-ήρης, ες,A white, blanched,
θρίξ A.Pers.1056
, dub. in PFay.2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρίξ A.Pers.1056
, dub. in PFay.2 iii 32 (Lyr., ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek
λευκήρη — λευκήρης white neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λευκήρης white masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λευκήρης white masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκῆρες — λευκήρης white masc/fem voc sg λευκήρης white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek